Η κλιματική αλλαγή αφήνει πλέον βαρύ το αποτύπωμά της στις αγορές ενέργειας, τροφίμων αλλά και στις ίδιες οικονομίες, με διάφορες φωνές να προειδοποιούν για δραματικές επιπτώσεις από τις ασυνήθιστα υψηλές θερμοκρασίες σε ολόκληρο τον κόσμο, αλλά και τους συνεχιζόμενους πολέμους. Ήδη, οι τιμές ορισμένων από τα πιο σημαντικά εμπορεύματα - φυσικό αέριο, ηλεκτρική ενέργεια και σπόροι όπως σιτάρι και σόγια - αυξάνονται με αμείωτο ρυθμό εν μέσω ανησυχιών για μείωση της προσφοράς, σε μία περίοδο που οι κεντρικές τράπεζες ετοιμάζονται να μειώσουν τα επιτόκια.
Χαρακτηριστικά, τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης του σίτου έχουν εκτιναχθεί τις τελευταίες ημέρες σε υψηλό από τον Ιούλιο, αναζωπυρώνοντας τις ανησυχίες για αύξηση των τιμών των τροφίμων, ενώ ειδικοί προβλέπουν ότι οι τιμές φυσικού αερίου στις ΗΠΑ μπορεί να αυξηθούν επιπλέον 50% με παρενέργειες και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Μάλιστα, τα ακραία καιρικά φαινόμενα συνιστούν μεγαλύτερη απειλή για την παγκόσμια οικονομία και τις αγορές πετρελαίου από τον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας, το Ιράν ή τον πόλεμο Χαμάς - Ισραήλ, σύμφωνα με τον Έντγουαρντ Μορς, ανώτατο σύμβουλο της Hartree Partners και πρώην επικεφαλής του τμήματος ερευνών σε εμπορεύματα της Citigroup. Ο ίδιος προειδοποιεί ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για το καλοκαίρι είναι η περίοδος των τυφώνων στον Κόλπο του Μεξικού.
Οι πρώτοι τέσσερις μήνες του 2024 ήταν οι θερμότεροι σε διάρκεια 175 ετών, σύμφωνα με τα Εθνικά Κέντρα Πληροφοριών για το Περιβάλλον στις ΗΠΑ, με το φετινό έτος να αναμένεται ότι θα είναι ένα από τα πέντε πιο θερμά στην ιστορία, με πιθανότητα μάλιστα άνω του 60% να ξεπεράσει το 2023 σε υψηλές θερμοκρασίες. Το Βόρειο Ημισφαίριο οδεύει προς τους καλοκαιρινούς μήνες και ήδη οι θερμοκρασίες έχουν πάρει την ανιούσα, με την Ινδία να «καίγεται» κοντά στους 50 βαθμούς Κελσίου. Επίσης, η άνοδος της στάθμης των θαλασσών απειλεί με καταστροφικούς τροπικούς κυκλώνες με το φαινόμενο Λα Νίνα, που πρόκειται να εκδηλωθεί τον Αύγουστο, να προβλέπεται ότι θα ξεπεράσει σε μέγεθος τους τυφώνες στον Ατλαντικό δημιουργώντας συνθήκες ξηρασίας στις Δυτικές και Νότιες πολιτείες των ΗΠΑ. Σε όλα αυτά θα πρέπει να προστεθεί και το χάος που επικρατεί στις θαλάσσιες μεταφορές, από την Ερυθρά Θάλασσα με τις επιθέσεις των Χούθι ως αντίποινα στον πόλεμο του Ισραήλ κατά της Χαμάς έως τη Διώρυγα του Παναμά, ενώ αυξάνεται και ο κίνδυνος καταστροφικών πυρκαγιών.
Οι συνθήκες αυτές αποτελούν μία ζοφερή υπενθύμιση για το πώς τα ακραία καιρικά φαινόμενα στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής, ανεβάζουν το κόστος ενέργειας, καυσίμων, τροφίμων και μπορούν να πυροδοτήσουν νέο γύρο πληθωρισμού. Οι συχνές φυσικές καταστροφές υπογραμμίζουν τον κίνδυνο ερήμωσης περιοχών και αύξησης του ασφαλιστικού κόστους, τη στιγμή που τα μοντέλα πρόβλεψης γίνονται όλο και πιο δύσκολα. Πέρυσι, ακραία καιρικά φαινόμενα και σεισμοί προκάλεσαν παγκοσμίως ζημιές ύψους 250 δισ. δολαρίων, σύμφωνα με τον όμιλο αντασφάλισης Munich Re.
Τους επόμενους μήνες, η απειλή των ακραίων καιρικών φαινομένων αναμένεται να κρατήσει σε ύψιστη επιφυλακή τους εμπόρους που δραστηριοποιούνται στις αγορές εμπορευμάτων, όπως αναφέρει ο Καρλ Νέιλ, αναλυτής της StoneX Group. Η αβεβαιότητα φέρνει αστάθεια και γεννά πλήθος ερωτήματα: Πώς θα επηρεαστούν οι σοδειές του καλοκαιριού από τους καύσωνες; Πώς θα μπορέσουν να γεμίσουν οι αποθηκευτικοί χώροι με φυσικό αέριο με τόσο υψηλή ζήτηση; Η αγορά αρχίζει να προεξοφλεί όλη αυτή την αβεβαιότητα στις τιμές.
Οι τιμές φυσικού αερίου ακολουθούν την ανιούσα
Τα προθεσμιακά φυσικού αερίου στις ΗΠΑ μπορεί να φθάσουν τα 4 δολάρια ανά εκατομμύριο βρετανικές θερμικές μονάδες φέτος, εάν οι υψηλές θερμοκρασίες ή καύσωνες αυξήσουν την χρήση των κλιματιστικών, αναφέρει στο Bloomberg ο Γκάρι Κάνινγκχαμ, διευθυντής έρευνας αγοράς της Tradition Energy. Σε μία περίοδο που παραγωγοί είχαν αρχίσει να συγκρατούν την παραγωγή από τα σχιστολιθικά κοιτάσματα ως απάντηση στις μέχρι τώρα σχετικά χαμηλές τιμές, γεγονός που αναμένεται να φανεί στην προσφορά το επόμενο διάστημα.
Η Ευρώπη, η οποία δεν μπορεί πλέον να στηρίζεται στην ρωσική προσφορά ενέργειας, ανταγωνίζεται με την Ασία για LNG το οποίο προμηθεύεται από εξαγωγείς, όπως ΗΠΑ, Κατάρ και Νιγηρία. Τα funds έχουν αρχίσει να ποντάρουν για πρώτη φορά μετά την ενεργειακή κρίση σε άνοδο ευρωπαϊκών τιμών φυσικού αερίου, προειδοποιώντας για ελλείψεις στην προσφορά. Ακόμη και η Αίγυπτος, παραδοσιακός εξαγωγός, αναγκάστηκε να προσφύγει σε αγορές LNG, ενώ και στην Ινδία αυξάνεται η ζήτηση για καύσιμα και ηλεκτρική ενέργεια. Σε Ευρώπη και Ασία, η «τέλεια καταιγίδα» του καύσωνα, των προβλημάτων στις αμερικανικές εξαγωγές λόγω τυφώνων και της επιδείνωσης της ξηρασίας στη Λατινική Αμερική θα μπορούσε να ωθήσει τις τιμές σε άνοδο 50% πάνω από τα σημερινά επίπεδα, σύμφωνα με ανάλυση της Citigroup.
Επίσης, ο καύσωνας μπορεί να επηρεάσει κάθε γωνιά της αγοράς πετρελαίου, από την παραγωγή έως τη διύλιση, με αντίκτυπο στις τιμές πετρελαίου, οι οποίοι κινούνται σε στενό πλαίσιο διακύμανσης το τελευταίο διάστημα, μέσα σε ένα έκρυθμο ωστόσο γεωπολιτικό περιβάλλον, λόγω του πολέμου στη Μέση Ανατολή. Πέρυσι, οι χειρότερες μέχρι σήμερα πυρκαγιές δασών στον Καναδά αναγκάσαν διυλιστήρια πετρελαίου και φυσικού αερίου να κλείσουν με αποτέλεσμα να πληγεί παραγωγή της τάξης των 300.000 βαρελιών ημερησίως. Ζέστη διαρκείας μπορεί να πλήξει τις δραστηριότητες των διυλιστηρίων, επηρεάζοντας την ικανότητά τους να διατηρούν σταθερή θερμοκρασία, ενώ απειλεί να διακόψει και τη λειτουργία αγωγών πετρελαίου, προκαλώντας συσσώρευση αερίων.
Ήδη, ορισμένοι traders προετοιμάζονται για μία ασυνήθιστα υψηλή δραστηριότητα σε τυφώνες, με ό,τι σημαίνει αυτό για τη λειτουργία των διυλιστηρίων πετρελαίου. Στην αγορά πετρελαίου, αναμένεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον η συνάντηση των υπουργών Πετρελαίου από τις χώρες του ΟΠΕΚ+ στις 2 Ιουνίου, οι οποίες το πιθανότερο είναι ότι θα συνεχίσουν τις μειώσεις στην παραγωγή τους έως τα τέλη του τρίτου τριμήνου, απόφαση που εκτιμάται ότι θα στηρίξει τις τιμές.
Πιθανά μπλακάουτ - ναυτιλία
Κινδύνους αντιμετωπίζουν και οι αγορές ηλεκτρικής ενέργειας σε περίπτωση που αυξηθεί η ζήτηση. Οι αυξανόμενες θερμοκρασίες σε όλο το Τέξας δοκιμάζουν το δίκτυο της πολιτείας, με τις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας παράδοσης Αυγούστου να ξεπερνούν τα 200 δολάρια ανά μεγαβατώρα, αγγίζοντας το υψηλότερο επίπεδο από το 2022 για αυτήν την εποχή. Ο ανοδικός κίνδυνος είναι τεράστιος: Οι τιμές αυξήθηκαν περισσότερο από 800% τον περασμένο Αύγουστο εν μέσω καύσωνα και η πολιτεία έχει επανειλημμένως φθάσει στα πρόθυρα εκτεταμένων μπλακάουτ τα τελευταία δύο καλοκαίρια.
Στην Ευρώπη, οι πολύ υψηλές θερμοκρασίες μπορεί να αναγκάσουν ορισμένους πυρηνικούς σταθμούς στη Γαλλία - που καλύπτουν περίπου το 70% της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας - να κλείσουν προσωρινά. Αυτό συμβαίνει επειδή πολλοί αντιδραστήρες βασίζονται σε ποτάμια για ψύξη και όταν οι θερμοκρασίες του νερού είναι πολύ υψηλές, οι περιβαλλοντικοί κανόνες για την προστασία της υδρόβιας άγριας ζωής μπορεί να αναγκάσουν τις εγκαταστάσεις να κλείσουν προσωρινά.
Ενδεχομένως να επηρεαστούν και οι μεταφορές μέσω τάνκερ, με την ξηρασία να δημιουργεί προβλήματα διέλευσης σε βασικά στενά, όπως στη Διώρυγα του Σουέζ. Ο Ρήνος - που αποτελεί την πιο δραστήρια εμπορική εμπορική οδό με μεταφορές πλήθους εμπορευμάτων, από ντίζελ έως άνθρακα από το λιμάνι του Ρότερνταμ στην Ολλανδία - έχει υπερβολικά χαμηλή στάθμη υδάτων τα τελευταία χρόνια.
Κρίσεις προσφοράς
Για τις αγορές αγροτικών αγαθών, οι διαταραχές της προσφοράς συνιστούν τη μεγαλύτερη απειλή. Τα προθεσμιακά σίτου έχουν φθάσει στο υψηλότερο επίπεδο από τον Ιούλιο και τα funds μειώνουν τα στοιχήματα για πτώση των τιμών που συνεχίζονταν για σχεδόν δύο χρόνια. Οι ξηρασία στη Ρωσία, που είναι κορυφαίος εξαγωγός σιτηρών, ωθούν τους αναλυτές να αναθεωρήσουν πτωτικά τις προβλέψεις τους για τη σοδειά, τη στιγμή που οι καλλιέργειες στη Δυτική Ευρώπη έχουν πληγεί από την υπερβολική βροχόπτωση και οι επιθέσεις σε γεωργικές υποδομές της Ουκρανίας απειλούν τις εξαγωγές της.
Επιπλέον, η Ρωσία επιχειρεί να ελέγξει ακόμη περισσότερο την αγορά σιτηρών της, μέσω των εξαγωγών, πιέζοντας τις κορυφαίες εταιρείες της Δύσης, συμπεριλαμβανομένων των Cargill και Viterra, να αποχώρησαν από την αγορά της πέρυσι, προκειμένου να αφήσουν μεγαλύτερο χώρο στους εγχώριους παίκτες. Ο συγκεντρωτισμός στην αγορά σιτηρών αυξήθηκε μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία με αποτέλεσμα να έχουν μείνει τέσσερις μόλις εταιρείες που να διαχειρίζονται τα τρία-τέταρτα των εξαγωγών σιτηρών από τα τέρμιναλ της Μαύρης Θάλασσας. Αυτό δίδει στη Μόσχα μεγαλύτερη επιρροή στις εξαγωγές σιτηρών της, οι οποίες θεωρούνται κομβικός παράγοντας για την αντιμετώπιση του παγκόσμιου πληθωρισμού στα τρόφιμα, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ανάλυση του Bloomberg. Η Ρωσία θέλει να ελέγχει τον κόσμο των εμπορευμάτων και η επιρροή της στα σιτηρά αυξάνεται ολοένα και περισσότερο, σύμφωνα με τον Νταν Μπάσε, πρόεδρο της εταιρείας συμβούλων AgResource.
Το μεγάλο ερώτημα είναι πώς αυτές οι αλλαγές στην αγορά των σιτηρών της Ρωσίας θα επηρεάσουν την παγκόσμια αγορά. Ήδη, η Μόσχα προσπαθεί να εφαρμόσει μια ανεπίσημη ελάχιστη τιμή για τις καλλιέργειές της και ο ισχυρότερος έλεγχος του τομέα των σιτηρών θα διευκολύνει την κυβέρνηση να επηρεάσει τις προμήθειες, καθώς ελέγχει το 25% του παγκόσμιου εμπορίου σιτηρών και ασκεί σημαντική επιρροή στη δυναμική του παγκόσμιου εμπορίου αγροτικών αγαθών.
Στο μεταξύ, η Βόρειος Αμερική και ειδικότερα το Κάνσας, πλήττονται από ακραία ξηρασία. Μέχρι στιγμής, οι εκτιμήσεις για φέτος δείχνουν ότι οι καλλιέργειες σίτου της πολιτείας θα παράγουν περισσότερα από ό,τι το 2023, όταν η ξηρασία ήταν το ίδιο έντονη. Ωστόσο, με περισσότερο από ένα μήνα πριν από το θερισμό, περισσότερο ξηρασία ή έντονη ζέστη θα υποβάθμιζε ακόμη περισσότερο τις προβλέψεις.
Οι ακραίες καιρικές συνθήκες ήταν εξάλλου ένας από τους παράγοντες που καθοδήγησαν το ράλι του κακάο με τις αγορές καφέ να αντιμετωπίζουν τώρα παρόμοιους κινδύνους. Τα προθεσμιακά του καφέ αράμπικα, τους κόκκους υψηλότερης ποιότητας που προτιμούν εταιρείες όπως η Starbucks, θα μπορούσαν να αυξηθούν περίπου 30% στα 2,60 δολάρια η λίβρα τους επόμενους μήνες, εάν επικρατούν δυσμενείς καιρικές συνθήκες και συνεχιστούν τα προβλήματα στην παραγωγή της Βραζιλία και του Βιετνάμ.
Επίσης, οι τιμές χυμού πορτοκαλιού έχουν εκτοξευθεί σε ιστορικά υψηλά εν μέσω περιορισμού της προσφοράς, οδηγώντας τη βιομηχανία σε κρίση και αναγκάζοντας αρκετούς παρασκευαστές να αναζητήσουν εναλλακτικά φρούτα. Η παραγωγή στην Φλόριντα των ΗΠΑ, το βασικό παραγωγό χυμού πορτοκαλιού στις ΗΠΑ, έχει μειωθεί, ενώ τα ακραία καιρικά φαινόμενα έχουν επηρεάσει και την παραγωγή πορτοκαλιών στη Βραζιλία, το μεγαλύτερο παραγωγό και εξαγωγό χυμού πορτοκαλιού στον κόσμο. Τα προθεσμιακά παγωμένου συμπυκνωμένου χυμού πορτοκαλιού στο χρηματιστήριο εμπορευμάτων Intercontinental Exchange της Νέας Υόρκης, έκλεισε την Τετάρτη στα 4,77 δολάρια η λίβρα, τιμή διπλάσια σε σχέση με έναν χρόνο πριν.
Απειλή για τον πληθωρισμό
Οι προβλέψεις για επίμονα υψηλές τιμές των βασικών εμπορευμάτων θα συνεχίσουν να υπονομεύουν την προσπάθεια της Fed για τον πληθωρισμό και να ενισχύουν τον κίνδυνο τα επιτόκια να παραμείνουν υψηλότερα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Η προοπτική αυτή υπονομεύει και την προεκλογική εκστρατεία του Αμερικανού προέδρου Τζο Μπάιντεν που έχει βασιστεί στη μείωση της ακρίβειας και σε οικονομικά προσιτή στέγη για όλους, καθώς το κόστος διαβίωσης για τους Αμερικανούς έχει γίνει απρόσιτο.
Τα κύματα καύσωνα αναμένεται επίσης να «πνίξουν» την οικονομία των ΗΠΑ περιορίζοντας την παραγωγικότητα των εργαζομένων στις κατασκευές και τις επενδύσεις κεφαλαίων, σύμφωνα με μελέτη της περιφερειακής κεντρικής τράπεζας του Σαν Φρανσίσκο. Εάν δεν γίνουν προσπάθειες μεγάλης κλίμακας προσπάθειες για τη μείωση των εκπομπών άνθρακα, μελλοντική αύξηση της θερμοκρασίας θα μείωνε το απόθεμα κεφαλαίου ή την αξία των συσσωρευμένων επενδύσεων κατά 5,4% και την ετήσια κατανάλωση κατά 1,8% έως το 2200.
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η ΕΚΤ θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι θα προχωρήσει στην πρώτη μείωση των επιτοκίων εδώ και δύο χρόνια στη συνεδρίαση του Ιουνίου, όμως ο επίμονα υψηλός πληθωρισμός του κλάδο υπηρεσιών καθιστά αδύνατη κάθε πρόβλεψη πέραν του πρώτου μήνα του καλοκαιριού. Με ετήσια αύξηση 3,7%, ο πληθωρισμός των υπηρεσιών ξεπερνά το επίπεδο που είναι συμβατό με τον στόχο της ΕΚΤ για 2%. Και αυτό επειδή η άνοδος των τιμών πετρελαίου σε σύγκριση με πέρυσι, οι οποίες επηρεάζουν το κόστος ορισμένων υπηρεσιών, όπως λεωφορεία, τρένα και πτήσεις, σημαίνει πως ανέβηκε περαιτέρω τον Μάιο.